- μετεωρολόγοι
- μετεωρολόγοςone who talks of the heavenly bodiesmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ατμόσφαιρα — Αεριώδης μάζα που περιβάλλει τη Γη και επιτρέπει τη ζωή του ανθρώπου και όλων των άλλων οργανισμών του ζωικού και του φυτικού βασιλείου. Τα φαινόμενα που συμβαίνουν μέσα στην α., εκτός του ότι συμβάλλουν στη γεωλογική εξέλιξη του πλανήτη,… … Dictionary of Greek
κύμα — Διάδοση μιας διαταραχής περιοδικής μορφής με πεπερασμένη ταχύτητα στον χώρο, αρχικά εντοπισμένης, η οποία περιέχει ή όχι ένα υλικό μέσο. Η διάδοση αυτή δεν συνεπάγεται σε καμία περίπτωση μετακινήσεις του συνόλου του μέσου διάδοσης, αλλά μεταφορά… … Dictionary of Greek
μιλιμπάρ — (millibar). Μονάδα μέτρησης της πίεσης, ίση με ένα χιλιοστό του μπαρ, που συμβολίζεται mb. Χρησιμοποιείται στις μετεωρολογικές παρατηρήσεις για τη μέτρηση της ατμοσφαιρικής πίεσης, η οποία παλαιότερα υπολογιζόταν σε χιλιοστόμετρα ή σε αγγλικούς… … Dictionary of Greek